χερόψαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χερόψαρο | τα | χερόψαρα |
γενική | του | χερόψαρου | των | χερόψαρων |
αιτιατική | το | χερόψαρο | τα | χερόψαρα |
κλητική | χερόψαρο | χερόψαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χερόψαρο < χερό- + -ψαρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική handfish)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χερόψαρο ουδέτερο
- (ψάρι) σπάνιο είδος ψαριού (γένος Brachionichthys) που φαίνεται σαν να έχει χέρια και να περπατάει στο βυθό της θάλασσας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χερό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ψαρο (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)