Μετάβαση στο περιεχόμενο

χεῖμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χεῖμᾰ τὰ χείμᾰτ
      γενική τοῦ χείμᾰτος τῶν χειμᾰ́των
      δοτική τῷ χείμᾰτ τοῖς χείμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ χεῖμᾰ τὰ χείμᾰτ
     κλητική ! χεῖμᾰ χείμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χείμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  χειμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χεῖμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeym- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰey- (χειμώνας). Συγγενή: σανσκριτική हिम (himá), παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική зима (zima), ρωσική зима́ (zimá, χειμώνας), βουλγαρική зи́ма (zíma, χειμώνας)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
χεῖμα, -ατος ουδέτερο
  1. (μετεωρολογία)
    1. χειμερινός καιρός, παγωνιά, κρύο
        8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 487 (486-489)
      “διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ, | οὔ τοι ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, ἀλλά με χεῖμα | δάμναται· οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν· παρά μ᾽ ἤπαφε δαίμων | οἰοχίτων᾽ ἔμεναι· νῦν δ᾽ οὐκέτι φυκτὰ πέλονται.”
      «Λαερτιάδη διογέννητε, ω πολυμήχανε Οδυσσέα, | δεν το πιστεύω πως θα μείνω με τους ζωντανούς, η παγωνιά | θα μ᾽ εξοντώσει. Γιατί δεν έχω κάπα, κάποιος δαίμονας με γέλασε | να μείνω μόνο με το πουκάμισό μου· δεν βλέπω τρόπο σωτηρίας πια.»
      Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
    2. θύελλα
        5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 748 (747-749)
      [ΠΗΛΕΑΣ] ἡγοῦ, τέκνον, μοι δεῦρ᾽ ὑπ᾽ ἀγκάλαις σταθείς, | σύ τ᾽, ὦ τάλαινα· χείματος γὰρ ἀγρίου | τυχοῦσα λιμένας ἦλθες εἰς εὐηνέμους.
      [ΠΗΛΕΑΣ] Προχώρησε, παιδί μου, στάσου εδώ κοντά μου. | Κι εσύ βασανισμένη, που σε βρήκε άγρια θύελλα, | μα ωστόσο, μπήκες τώρα σε απάνεμο λιμάνι.
      Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greeklanguage.gr
  2. (εποχή) χειμώνας (ως εποχή)
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 450 (448-451)
    Φράζεσθαι δ᾽, εὖτ᾽ ἂν γεράνου φωνὴν ἐπακούσῃς | ὑψόθεν ἐκ νεφέων ἐνιαύσια κεκληγυίης, | ἥ τ᾽ ἀρότοιό τε σῆμα φέρει καὶ χείματος ὥρην | δεικνύει ὀμβρηροῦ, κραδίην δ᾽ ἔδακ᾽ ἀνδρὸς ἀβούτεω·
    Παραφύλαγε, πότε του γερανού θα ακούσεις τη φωνή | ψηλά απ᾽ τα νέφη που κράζει κάθε χρόνο, | που φέρνει το σημάδι για το όργωμα και του χειμώνα δείχνει | του βροχερού την εποχή και την καρδιά δαγκώνει του δίχως βόδια ανθρώπου.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
    παράλληλος τύπος χειμών
  3. (η αιτιατική ως επίρρημα) κατά τη διάρκεια του χειμώνα
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 190 (190-191)
    ἀλλ᾽ ὅ γε χεῖμα μὲν εὕδει ὅθι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ | ἐν κόνι ἄγχι πυρός, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷται·
    Σαν βαρυχειμωνιάσει, κοιμάται στο υποστατικό, μαζί με δούλους, | καταγής, πλάι στη φωτιά, ντυμένος στα κουρέλια του.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr

Παράγωγα

[επεξεργασία]

δείτε και τα συγγενικά τους

και

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. χεῖμα σελ. 1619-1620 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.