χεῖρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χεῖρον < από το ουδέτερο του επιθέτου χείρων, συγκριτικού βαθμού του κακός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χεῖρον (ο πληθ. συχνά χείρω αντί χείρονα)

  • ἐπί τό χεῖρον, πρός τό χεῖρον, κατά, ἐπί τά χείρω ἰέναι
  • ἐπεί μέντοι Κῦρος ἐτελεύτησεν, εὐθύς μέν αὐτοῦ οἱ παῖδες ἐστασίαζον, εὐθύς δέ πόλεις καί ἔθνη ἀφίσταντο, πάντα δ᾽ ἐπί τό χεῖρον ἐτρέποντο :... και όλα πήγαιναν προς το χειρότερο, και γενικά όλα πήραν άσχημη τροπή


Αντώνυμα[επεξεργασία]

  • ἐπί τό βέλτιον

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • οὐ χεῖρον (ενν. το εστί): δεν θα ήταν άσχημα να...
  • τά χερείονα (από τον επικό τύπο) και τα χείρω: η χειρότερη δυνατόν συμβουλή <που θα μπορούσε να δώσει κανείς>

Επίρρημα[επεξεργασία]

χεῖρον (συγκριτικός του κακῶς με υπερθετικό το χείριστα)

  • οὔκουν χρὴ, οὔτε τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύῳ πιστεύσαντας, χεῖρον βουλεύσασθαι: δεν πρέπει να αποφασίσουμε λανθασμένα, εξαιτίας κάποιας πεποίθησης για την αποτελεσματικότητα της θανατικής ποινής (Θουκ. "Πελοπον. Πόλεμος, 3.44)
  • ἀναγκαῖον περὶ τῆς ἐμῆς διαβολῆς πρῶτον ἐς ὑμᾶς εἰπεῖν, ἵνα μὴ χεῖρον τὰ κοινὰ τῷ ὑπόπτῳ μου ἀκροάσησθε : πρέπει πρώτα να σας μιλήσω για την εναντίον μου διαβολή, ούτως ώστε να μην είστε αρνητικά διακείμενοι ακούγοντας ό,τι πω για τα δημόσια ζητήματα (Θουκ. Πελοπ. Πόλεμ. 6.89)
  • φυλακάς χείρον φυλαττομένας : που δεν φυλάσσονται καλά, που φυλάσσονται άσχημα (Ξενοφώντας)