χημειοϋποδοχέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χημειοϋποδοχέας < χημειο- + υποδοχέας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χημειοϋποδοχέας αρσενικό
- (βιολογία, βιοχημεία) υποδοχέας που διεγείρεται σε επαφή με χημικές ουσίες (μόρια), ή που αντιδρά σε χημικούς διεγέρτες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χημειοϋποδοχέας
|