χημικός τύπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χημικός τύπος < χημικός + τύπος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chemical formula)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]χημικός τύπος αρσενικό
- (χημεία) συμβολική αναπαράσταση της χημικής σύστασης μιας ουσίας, που δείχνει τα στοιχεία που την αποτελούν και τον αριθμό των ατόμων από κάθε στοιχείο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χημικός τύπος
Κατηγορίες:
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)