χηνίσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χηνίσιος η χηνίσια το χηνίσιο
      γενική του χηνίσιου της χηνίσιας του χηνίσιου
    αιτιατική τον χηνίσιο τη χηνίσια το χηνίσιο
     κλητική χηνίσιε χηνίσια χηνίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χηνίσιοι οι χηνίσιες τα χηνίσια
      γενική των χηνίσιων των χηνίσιων των χηνίσιων
    αιτιατική τους χηνίσιους τις χηνίσιες τα χηνίσια
     κλητική χηνίσιοι χηνίσιες χηνίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χηνίσιος < χήν(α) + -ίσιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çiˈni.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χη‐νί‐σιος

Επίθετο[επεξεργασία]

χηνίσιος, -α, -ο

  • που έχει σχέση με τη χήνα, ανήκει η αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη χήνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]