χηνοτρόφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χηνοτρόφος οι χηνοτρόφοι
      γενική του/της χηνοτρόφου των χηνοτρόφων
    αιτιατική τον/τη χηνοτρόφο τους/τις χηνοτρόφους
     κλητική χηνοτρόφε χηνοτρόφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χηνοτρόφος < ελληνιστική κοινή χηνοτρόφος < αρχαία ελληνική χήν + -ο- + -τρόφος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çi.noˈtɾo.fos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χηνοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]