χηραμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χηραμός < χαίνω ή χήμη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χηραμός άλλοτε αρσενικό άλλοτε θηλυκό

  1. τρύπα, κοίλωμα, πολύ μικρό σπήλαιο, φωλιά
    χηραμός σφηκῶν
    κοίλην εἰσέπτατο πέτρην, χηραμόν (για φωλιά περιστεριού)
    καὶ τοῦ Ἡσιόδου δὲ τὰ ὀστᾶ εὗρον ἐν χηραμῷ τῆς πέτρας. καὶ ἐλεγεῖα ἐπὶ τῷ μνήματι ἐπεγέγραπτο
  2. χάσμα (ελληνιστική έννοια)

Συγγενικά[επεξεργασία]