χηραμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χηραμός άλλοτε αρσενικό άλλοτε θηλυκό
- τρύπα, κοίλωμα, πολύ μικρό σπήλαιο, φωλιά
- χηραμός σφηκῶν
- κοίλην εἰσέπτατο πέτρην, χηραμόν (για φωλιά περιστεριού)
- καὶ τοῦ Ἡσιόδου δὲ τὰ ὀστᾶ εὗρον ἐν χηραμῷ τῆς πέτρας. καὶ ἐλεγεῖα ἐπὶ τῷ μνήματι ἐπεγέγραπτο
- χάσμα (ελληνιστική έννοια)