χηρεμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χηρεμός | οι | χηρεμοί |
γενική | του | χηρεμού | των | χηρεμών |
αιτιατική | τον | χηρεμό | τους | χηρεμούς |
κλητική | χηρεμέ | χηρεμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χηρεμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χηρεμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χηρεία