χιασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιασμός οι χιασμοί
      γενική του χιασμού των χιασμών
    αιτιατική τον χιασμό τους χιασμούς
     κλητική χιασμέ χιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιασμός < (ελληνιστική κοινήχιασμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χιασμός αρσενικό

  1. η διαγώνια τοποθέτηση, ο σχηματισμός του Χ, το αποτέλεσμα του χιάζω, η ενέργεια που έχει ως αποτέλεσμα να σχηματισθεί το γράμμα Χ ως σύμβολο ή για άλλους λόγους
  2. (ιατρική) το χίασμα, η διασταύρωση σε σχήμα χιαστί νεύρων ή άλλων ανατομικών στοιχείων στο ανθρώπινο σώμα (όπως το οπτικό χίασμα, το σημείο του εγκεφάλου όπου εν μέρει διασταυρώνονται τα οπτικά νεύρα)
  3. (σχήμα λόγου) συνώνυμο του χιαστό (σχήμα χιαστό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χιασμός οἱ χιασμοί
      γενική τοῦ χιασμοῦ τῶν χιασμῶν
      δοτική τῷ χιασμ τοῖς χιασμοῖς
    αιτιατική τὸν χιασμόν τοὺς χιασμούς
     κλητική ! χιασμέ χιασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χιασμώ
γεν-δοτ τοῖν  χιασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιασμός < χιάζω, χιασ(τός) + -μός < από το γράμμα Χ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χιασμός αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. ο σχηματισμός διαγωνίων σε ένα παραλληλόγραμμο σχήμα ή γενικά ο σχηματισμός του Χ για διάφορους λόγους συνήθως για επισήμανση λάθους ή για την ακύρωση εγγράφου σχηματίζοτας διαγωνίους στη σελίδα του
  2. (σχήμα λόγου) ρητορικό σχήμα κατὰ χιασμόν, όταν η πρώτη φράση συνδέεται με την τέταρτη και η δεύτερη με την τρίτη (σχῆμα χιαστόν)
  3. (ιατρική) χιασμός ανατομικών στοιχείων
  4. η δημιουργία σκιών στη ζωγραφική

Πηγές[επεξεργασία]