χιαστό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιαστό τα χιαστά
      γενική του χιαστού των χιαστών
    αιτιατική το χιαστό τα χιαστά
     κλητική χιαστό χιαστά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιαστό < (ελληνιστική κοινήχιαστόν (σχήμα χιαστόν), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χιαστός < (ελληνιστική κοινήχιαστός < χῖ < αρχαία ελληνική χεῖ.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çi.aˈsto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χι‐α‐στό
σχήμα χιαστό

  • ※  Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας, κ' η Λιάκουρα της Γκιώνας
    (δημοτικό, Του Ανδρίτζου) σχήμα:     α     β     -     β       α
  • Όταν σε βλέπω χαίρομαι, λυπούμαι όταν σε χάσω
    (Πάσσ. Δίστ. 732) σχήμα     α1     β1     -     β2       α2

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χιαστό ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις χιαστός και χι και το γράμμα Χ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

χιαστό

  1. αιτιατική ενικού του χιαστός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χιαστός

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

χιαστό

  1. χιαστό, στην αιτιατική του ενικού
  2. χιαστό, στην κλητική του ενικού