χιλιάκριβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιλιάκριβος η χιλιάκριβη το χιλιάκριβο
      γενική του χιλιάκριβου της χιλιάκριβης του χιλιάκριβου
    αιτιατική τον χιλιάκριβο τη χιλιάκριβη το χιλιάκριβο
     κλητική χιλιάκριβε χιλιάκριβη χιλιάκριβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιλιάκριβοι οι χιλιάκριβες τα χιλιάκριβα
      γενική των χιλιάκριβων των χιλιάκριβων των χιλιάκριβων
    αιτιατική τους χιλιάκριβους τις χιλιάκριβες τα χιλιάκριβα
     κλητική χιλιάκριβοι χιλιάκριβες χιλιάκριβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιλιάκριβος < χίλια και ακριβός

Επίθετο[επεξεργασία]

χιλιάκριβος

  1. πολυαγαπημένος, λατρεμένος, πολύτιμος (για ανθρώπους)
  2. ανεκτίμητος, μεγάλης αξίας για ιδέες, αφηρημένα ουσιαστικά (λευτεριά, πατρίδα, χρόνος)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]