χιλιάκριβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χιλιάκριβος
- πολυαγαπημένος, λατρεμένος, πολύτιμος (για ανθρώπους)
- ανεκτίμητος, μεγάλης αξίας για ιδέες, αφηρημένα ουσιαστικά (λευτεριά, πατρίδα, χρόνος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιλιάκριβος