χιλιαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιλιαρχία < αρχαία ελληνική χιλιαρχία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιλιαρχία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) μονάδα χιλίων στρατιωτών
- ※ 25 διπλώματα ζητοῦσεν καὶ ὁ Στορνάρης, παραδειγματιζόμενος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀντιστρατηγίας, χιλιαρχίας, καὶ ἑκατονταρχίας μὲ ἀναφοράν του πρὸς τὴν Κυβέρνησιν, τὰ ὁποῖα ἐπικυρώθηκαν τὴν 25ην Φεβρουαρίου, καὶ ἐτιμήθην κὶ ἐγὼ μὲ τὸν βαθμὸν τοῦ χιλιάρχου. (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 2, Αθήνα 1941, σελ. 25.)
- ※ Ανώτερη μονάδα του στρατού καθορίσθηκε η χιλιαρχία, με υποδιαίρεσή της σε πεντακοσιαρχίες, εκατονταρχίες, πεντηκονταρχίες, εικοσιπενταρχίες, δωδεκαρχίες και πενταρχίες. (Ιστορία του ελληνικού έθνους. Η ελληνική επανάσταση (1821–1832), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, ISBN 978–960–213–108–4, σελ. 488)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιλιαρχία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)