χιλιοθερμίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çi.ʎo.θeɾˈmi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐λιο‐θερ‐μί‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιλιοθερμίδα θηλυκό
- (φυσική) η μεγαθερμίδα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιλιοθερμίδα
→ δείτε τη λέξη μεγαθερμίδα |
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr