χιλιοφορεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιλιοφορεμένος η χιλιοφορεμένη το χιλιοφορεμένο
      γενική του χιλιοφορεμένου της χιλιοφορεμένης του χιλιοφορεμένου
    αιτιατική τον χιλιοφορεμένο τη χιλιοφορεμένη το χιλιοφορεμένο
     κλητική χιλιοφορεμένε χιλιοφορεμένη χιλιοφορεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιλιοφορεμένοι οι χιλιοφορεμένες τα χιλιοφορεμένα
      γενική των χιλιοφορεμένων των χιλιοφορεμένων των χιλιοφορεμένων
    αιτιατική τους χιλιοφορεμένους τις χιλιοφορεμένες τα χιλιοφορεμένα
     κλητική χιλιοφορεμένοι χιλιοφορεμένες χιλιοφορεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιλιοφορεμένος < χίλια και φορεμένος

Μετοχή[επεξεργασία]

χιλιοφορεμένος

  1. το πολυφερεμένο ρούχο, αυτό που έχει φθαρεί επειδή κάποιος το φόρεσε πάρα πολλές φορές ή που για τον ίδιο λόγο το βαρέθηκε
  2. το στυλ ρούχου που το έχουν φορέσει πολλοί άλλοι άνθρωποι, που δεν θεωρείται από κάποιους αρμόζον να το φορέσουν εκείνοι επειδή ακριβώς δεν είναι μοναδικό ή έστω σπάνιο, που είναι μπανάλ
  3. για φράσεις, αστεία που έχουν καταντήσει βαρετά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]