χιλιοφορεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
χιλιοφορεμένος
- το πολυφερεμένο ρούχο, αυτό που έχει φθαρεί επειδή κάποιος το φόρεσε πάρα πολλές φορές ή που για τον ίδιο λόγο το βαρέθηκε
- το στυλ ρούχου που το έχουν φορέσει πολλοί άλλοι άνθρωποι, που δεν θεωρείται από κάποιους αρμόζον να το φορέσουν εκείνοι επειδή ακριβώς δεν είναι μοναδικό ή έστω σπάνιο, που είναι μπανάλ
- για φράσεις, αστεία που έχουν καταντήσει βαρετά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιλιοφορεμένος
|