Μετάβαση στο περιεχόμενο

χιλιόγραμμο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιλιόγραμμο τα χιλιόγραμμα
      γενική του χιλιόγραμμου
& χιλιογράμμου
των χιλιόγραμμων
& χιλιογράμμων
    αιτιατική το χιλιόγραμμο τα χιλιόγραμμα
     κλητική χιλιόγραμμο χιλιόγραμμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χιλιόγραμμο < (λόγιο δάνειο) γαλλική kilogramme, χιλιό- + -γραμμο[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /çiˈʎo.ɣɾa.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιλιόγραμμο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χιλιόγραμμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]