χιλιόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χιλιόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική kilomètre < kilo- (< αρχαία ελληνική χιλιο-) + -mètre (< αρχαία ελληνική -μέτρον)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çiˈʎo.me.tɾo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χιλιόμετρο ουδέτερο
- (φυσική): μονάδα μήκους που ισούται με χίλια μέτρα. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μεγάλων αποστάσεων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)