χιλιόχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χιλιόχρονος
- για κάτι που είχε διάρκεια χιλίων ετών
- ευχή σε γενέθλια, αντί να τα εκατοστήσεις
- Χιλιόχρονος!!! (: Να ζήσεις χίλια χρόνια!)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιλιόχρονος
|