χιμέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιμέρι | τα | χιμέρια |
γενική | του | χιμεριού | των | χιμεριών |
αιτιατική | το | χιμέρι | τα | χιμέρια |
κλητική | χιμέρι | χιμέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιμέρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιμέρι ουδέτερο
- το κατσίκι, και ιδίως θηλυκή κατσίκα, ιδιωματισμός που απαντάται σε αμιγώς ορεσίβιους κτηνοτρόφους της Ηπείρου. Άλλες γραφές: χίμερα ή χίμαιρα