χινοπωριάτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χινοπωριάτικος η χινοπωριάτικη το χινοπωριάτικο
      γενική του χινοπωριάτικου της χινοπωριάτικης του χινοπωριάτικου
    αιτιατική τον χινοπωριάτικο τη χινοπωριάτικη το χινοπωριάτικο
     κλητική χινοπωριάτικε χινοπωριάτικη χινοπωριάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χινοπωριάτικοι οι χινοπωριάτικες τα χινοπωριάτικα
      γενική των χινοπωριάτικων των χινοπωριάτικων των χινοπωριάτικων
    αιτιατική τους χινοπωριάτικους τις χινοπωριάτικες τα χινοπωριάτικα
     κλητική χινοπωριάτικοι χινοπωριάτικες χινοπωριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χινοπωριάτικος < χινόπωρ(ο) + -ιάτικος [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çi.no.poɾˈʝa.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χι‐νο‐πω‐ριά‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

χινοπωριάτικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]