χιονάνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χιονάνθρωπος | οι | χιονάνθρωποι |
γενική | του | χιονάνθρωπου & χιονανθρώπου |
των | χιονάνθρωπων & χιονανθρώπων |
αιτιατική | τον | χιονάνθρωπο | τους | χιονάνθρωπους & χιονανθρώπους |
κλητική | χιονάνθρωπε | χιονάνθρωποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çoˈnan.θɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νάν‐θρω‐πος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χιονάνθρωπος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χιον- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άνθρωπος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)