χιονάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιονάτος η χιονάτη το χιονάτο
      γενική του χιονάτου της χιονάτης του χιονάτου
    αιτιατική τον χιονάτο τη χιονάτη το χιονάτο
     κλητική χιονάτε χιονάτη χιονάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιονάτοι οι χιονάτες τα χιονάτα
      γενική των χιονάτων των χιονάτων των χιονάτων
    αιτιατική τους χιονάτους τις χιονάτες τα χιονάτα
     κλητική χιονάτοι χιονάτες χιονάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιονάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χιονάτος < χιόν(ι) + -άτος [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çoˈna.tos/

Επίθετο[επεξεργασία]

χιονάτος

  • κάτασπρος, άσπρος σαν το χιόνι
    το χιονάτο πουκάμισό του γυάλιζε στον ήλιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]