χιονοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιονοβολώ < (ελληνιστική κοινή) χιονοβολοῦμαι, συνηρημένος τύπος του χιονοβολέομαι στην ενεργητική φωνή + -βολώ, χιονο- + -βολώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ço.no.voˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐βο‐λώ

Ρήμα[επεξεργασία]

χιονοβολώ

Κλίση[επεξεργασία]

Παθητική φωνή: ?

Μεταφράσεις[επεξεργασία]