χιονολάστιχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιονολάστιχο τα χιονολάστιχα
      γενική του χιονολάστιχου των χιονολάστιχων
    αιτιατική το χιονολάστιχο τα χιονολάστιχα
     κλητική χιονολάστιχο χιονολάστιχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιονολάστιχο < χιονο- + λάστιχο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική snow tire

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ço.noˈla.sti.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐λά‐στι‐χο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χιονολάστιχο ουδέτερο, κατά κανόνα στον πληθυντικό

  • ειδικό αντιολισθητικό λάστιχο που χρησιμοποιείται στα οχήματα τους χειμερινούς μήνες ή, γενικότερα, όταν υπάρχουν χαμηλές θερμοκρασίες
    ※  Αλλαγές επί το αυστηρότερον στον ΚΟΚ συζητούν τα συναρμόδια υπουργεία Υποδομών και Προστασίας του Πολίτη, με στόχο την ενίσχυση της οδικής ασφάλειας. Μεταξύ των νέων προβλέψεων εξετάζεται η αντικατάσταση των αντιολισθητικών αλυσίδων από υποχρεωτική χρήση χιονολάστιχων.
    Αλεξάνδρα Κασσίμη, Χιονολάστιχα, πιο αυστηρός κώδικας, Η Καθημερινή, 18 Ιανουαρίου 2020

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]