χιονοστεφής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιονοστεφής η χιονοστεφής το χιονοστεφές
      γενική του χιονοστεφούς* της χιονοστεφούς του χιονοστεφούς
    αιτιατική τον χιονοστεφή τη χιονοστεφή το χιονοστεφές
     κλητική χιονοστεφή(ς) χιονοστεφής χιονοστεφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιονοστεφείς οι χιονοστεφείς τα χιονοστεφή
      γενική των χιονοστεφών των χιονοστεφών των χιονοστεφών
    αιτιατική τους χιονοστεφείς τις χιονοστεφείς τα χιονοστεφή
     κλητική χιονοστεφείς χιονοστεφείς χιονοστεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιονοστεφής < χιονο- + -στεφής (μαρτυρείται από το 1862)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ço.no.steˈfis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐στε‐φής

Επίθετο[επεξεργασία]

χιονοστεφής

  • (λόγιο) (για κορυφές βουνών) με στέμμα από χιόνι, σαν να έχουν στεφανωθεί από τα χιόνια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)