Μετάβαση στο περιεχόμενο

χιονοστιβάς

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χιονοστιβάς <  δείτε τη λέξη χιονοστιβάδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χιονοστιβάς θηλυκό