χιονούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονούρα οι χιονούρες
      γενική της χιονούρας
    αιτιατική τη χιονούρα τις χιονούρες
     κλητική χιονούρα χιονούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιονούρα < χιόν(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çoˈnu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νού‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χιονούρα θηλυκό

  • τμήματα χιονιού που παραμένουν, κυρίως σε υψηλό υψόμετρο, σε σκιερά ή δροσερά μέρη για πολλούς μήνες
    ※  Η δροσιά που τονώνει τους ορειβάτες είναι χαρακτηριστική, ενώ μπορείς να διακρίνεις εύκολα και από κοντά, πολλές χιονούρες. (Κατερίνα Πολύζου, «Χιονούρες» στον Ψηλορείτη!, ΕΡΤ, 10 Σεπτεμβρίου 2020

Μεταφράσεις[επεξεργασία]