Μετάβαση στο περιεχόμενο

χιονόμπαλα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονόμπαλα οι χιονόμπαλες
      γενική της χιονόμπαλας των χιονόμπαλων
    αιτιατική τη χιονόμπαλα τις χιονόμπαλες
     κλητική χιονόμπαλα χιονόμπαλες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χιονόμπαλα < χιονό- + μπάλα
για τη διακοσμητική σφαίρα < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική snow globe

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /çoˈno.ba.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιονόμπαλα
Δύο κορίτσια με χιονόμπαλες το 1910 στη Νεμπράσκα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χιονόμπαλα θηλυκό

  1. μπάλα από χιόνι, όπως αυτές του χιονοπόλεμου
  2. διακοσμητική γυάλα, συνήθως σφαιρική με μινιατούρες και μικρές νιφάδες που μοιάζουν με χιόνι
  3. χριστουγεννιάτικο γλύκισμα από γάλα, ζάχαρη και ινδοκάρυδο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]