χιράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χιράς < ίσως από χειράς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
χιράς-άδος θηλυκό
  1. η χειράς κατά τον Ησύχιο, η ραγάδα, το σκασμένο χέρι ή η σκασμένη πατούσα
  2. γενικά κάποιο πάθημα κατά Σουΐδα
  3. στον πληθ. πιθανόν να σήμαινε και σωρός από χώματα


Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • χιραλέος (εκείνος που έχει πόδια σκασμένα ραγαδιασμένα, από το περπάτημα δίχως υποδήματα ή από ασθένεια)
  • χιρόπους και χειρόπους (με χειράδες-χιράδες στα πόδια, κατά τον Άνθ. Γαζή)