χιών
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιών < αρχαία ελληνική χιών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιών θηλυκό
- (καθαρεύουσα) το χιόνι
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | χιών | - | χιόνες |
Γενική | χιόνος | - | χιόνων |
Δοτική | χιόνι | - | χιόσιν |
Αιτιατική | χιόνα | - | χιόνας |
Κλητική | χιών | - | χιόνες |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιών θηλυκό
- το χιόνι
- νιφόεσσ᾽ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα
- τόν Νεῖλον ῥέειν ἀπό τηκομένης χιόνος
- το παγωμένο νερό από λιωμένο χιόνι
- ἡδύ θέρους . . χιών ποτόν
- Εὐθυκλῆς δ᾽ ἐν Ἀσώτοις ἢ Ἐπιστολῇ πρῶτος μὲν οἶδεν εἰ χιών ἐστ᾽ ὠνία....οἶδεν δὲ καὶ ὁ καλὸς Ξενοφῶν ἐν Ἀπομνημονεύμασι τὴν διὰ χιόνος πόσιν... ἐν ταῖς περὶ Ἀλέξανδρον ἱστορίαις καὶ ὅπως δεῖ χιόνα διαφυλάσσεσθαι... ὀρύξαι τριάκοντα ψυχεῖα, ἃ πληρώσαντα χιόνος παρεμβαλεῖν δρυὸς κλάδους. οὕτω γὰρ παραμένειν πλείω χρόνον τὴν χιόνα (Δειπνοσοφισταί, για τα ψυγεία της εποχής, ώστε να υπάρχει κρύο νερό το καλοκαίρι)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- χιονόβλητος,ος,ον
- χιονόβοσκος,ος,ον
- χιονοθρέμμων, ων, ον και χιονοτρόφος
- χιονόκτυπος
- χινόχρως-ωτος