χλίδων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλίδων < χλιδή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλίδων-ωνος αρσενικό
- κόσμημα σαν βραχιόλι στον αστράγαλο, στο χέρι, αλλά και σαν περιλαίμιο