χλεμπάγια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλεμπάγια οι χλεμπάγιες
      γενική της χλεμπάγιας
    αιτιατική τη χλεμπάγια τις χλεμπάγιες
     κλητική χλεμπάγια χλεμπάγιες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλεμπάγια < pleb (Χρειάζεται επεξεργασία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χλεμπάγια θηλυκό

  • λέξη με κυριότερη χρήση στα Επτάνησα, περιγράφοντας μέρος του απλού λαού, τους ποπολάρους, τον όχλο (σε αντίθεση με τους ευγενείς και άλλες κατηγορίες του λαού, τους αστούς, τους χωρικούς ξεχωρίτες και τους ελεύθερους χωρικούς)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]