χλεμπόνα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλεμπόνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλεμπόνα θηλυκό
- υπερώριμο αγγούρι, κολοκύθα ή πεπόνι που έχει αρχίσει να σαπίζει και έχει κιτρινωπό χρώμα
- (μεταφορικά) κιτρινοπράσινο παχύρρευστο ρόχαλο
- (μεταφορικά) γυναίκα κιτρινισμένη, πελιδνή, ωχρή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χλεμπόνα