χλιαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλιαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χλιαίνω < χλίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πρασινίζω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xliˈe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χλι‐αί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

χλιαίνω, πρτ.: χλίαινα, αόρ.: χλίανα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κάνω κάτι χλιαρό
  2. γίνομαι χλιαρός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]