χλιδάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλιδάω < χλιδή
Ρήμα[επεξεργασία]
χλιδάω
- είμαι αβρός, λεπτός, ίσως καιλίγο μαλθακός
- ζω τρυφηλά
- υπερηφανεύομαι για κάτι