χλιδαίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλιδαίνομαι < χλιδή < χλίω (γίνομαι χλιαρός, θερμός, μαλακώνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

χλιδαίνομαι (αποθετικό, δόκιμο στον ενεστώτα)

  • ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι (Ξενοφ.)


Συγγενικά[επεξεργασία]