χλιδαίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χλιδαίνομαι (αποθετικό, δόκιμο στον ενεστώτα)
- ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι (Ξενοφ.)
χλιδαίνομαι (αποθετικό, δόκιμο στον ενεστώτα)