χλοερών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]χλοερών
- γενική πληθυντικού του χλοερός
- γενική πληθυντικού του χλοερή
- γενική πληθυντικού του χλοερό