χλωρηίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλωρηίς < χλωρός

Επίθετο[επεξεργασία]

χλωρηίς-ίδος (μόνο θηλυκό)

  1. χλωροειδής, ωχροπράσινος
  2. το θηλυκό του επιθέτου χλωρός στους ποιητές