χλωρηίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλωρηίς < χλωρός
Επίθετο[επεξεργασία]
χλωρηίς-ίδος (μόνο θηλυκό)
- χλωροειδής, ωχροπράσινος
- το θηλυκό του επιθέτου χλωρός στους ποιητές