χλωρομεθάνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλωρομεθάνιο ουδέτερο
- εύφλεκτο αέριο, χημικού τύπου CH3Cl που χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία - παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν σε ψυγεία ως ψυκτικό αέριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χλωρομεθάνιο