χναῦμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χναῦμα ουδέτερο
- (γαστρονομία) το μεζεδάκι, αυτό που τσιμπολογάμε, η μπουκιά που παίρνει κάποιος από ένα ψητό
- ※ σπλάγχν᾽ ὀπτᾶται, χναῦμ᾽ ἥρπασται, κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται, τόμος ἀλλᾶντος
- ※ μετά πολλοῦ πεπέρεως τά χναυμάτια ἔβυσα (Αθήναιος, 9ο)
- Χναύματα: βρώματα και τα των κρεών απανθρακίσματα (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Χ) : τρόφιμα και το γύρω γύρω του ψητού κρέατος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χναυρός (νόστιμος, που ανοίγει την όρεξη)
- χναυστικός (ο λιχούδης)
Πηγές[επεξεργασία]
- χναῦμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.