χοανοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χοανοειδής | η | χοανοειδής | το | χοανοειδές |
γενική | του | χοανοειδούς* | της | χοανοειδούς | του | χοανοειδούς |
αιτιατική | τον | χοανοειδή | τη | χοανοειδή | το | χοανοειδές |
κλητική | χοανοειδή(ς) | χοανοειδής | χοανοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χοανοειδείς | οι | χοανοειδείς | τα | χοανοειδή |
γενική | των | χοανοειδών | των | χοανοειδών | των | χοανοειδών |
αιτιατική | τους | χοανοειδείς | τις | χοανοειδείς | τα | χοανοειδή |
κλητική | χοανοειδείς | χοανοειδείς | χοανοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χοανοειδής, -ής, -ές
- που έχει σχήμα χοάνης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χοανοειδής
|