χοιρίδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χοιρίδιον | τὰ | χοιρίδιᾰ |
γενική | τοῦ | χοιριδίου | τῶν | χοιριδίων |
δοτική | τῷ | χοιριδίῳ | τοῖς | χοιριδίοις |
αιτιατική | τὸ | χοιρίδιον | τὰ | χοιρίδιᾰ |
κλητική ὦ! | χοιρίδιον | χοιρίδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χοιριδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χοιριδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χοιρίδιον < χοῖρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χοιρίδιον ουδέτερο
- υποκοριστικό του χοῖρος: γουρουνάκι → δείτε και τη λέξη χοιρίδιο
Πηγές[επεξεργασία]
- χοιρίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίδιον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)