χοιρόδερμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χοιρόδερμα τα χοιροδέρματα
      γενική του χοιροδέρματος των χοιροδερμάτων
    αιτιατική το χοιρόδερμα τα χοιροδέρματα
     κλητική χοιρόδερμα χοιροδέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χοιρόδερμα < χοίρ(ος) + -ό- + δέρμα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pigskin[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çiˈɾo.ðeɾ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χοι‐ρό‐δερ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χοιρόδερμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]