χολ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χολ < (άμεσο δάνειο) αγγλική hall
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χολ ουδέτερο άκλιτο
- χώρος ή διάδρομος που βρίσκεται μεταξύ κυρίων δωματίων, ή αμέσως μετά την είσοδο κατοικίας, οικοδομής κ.λπ.