χολάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χολάς < με θέμα χολ ομόρριζο του χόλιξ (ίσως της χλόης και της χολής και του χλωρός κατά τον Αρεταίο, αλλά οι περισσότεροι διαφωνούν)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χολάς-άδος θηλυκό

ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα μέσφι τοῦ τυφλοῦ, χολάδες ἐπίκλην: ἀπὸ δὲ τουτέων τὰ κάτω παχέα καὶ σαρκώδεα μέσφι τῆς ἀρχῆς τοῦ εὐθέος ἐντέρου. (Αρεταίος, περί Δυσεντερίης)