χολαγωγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η χολαγωγός το χολαγωγό
      γενική του/της χολαγωγού του χολαγωγού
    αιτιατική τον/τη χολαγωγό το χολαγωγό
     κλητική χολαγωγέ χολαγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χολαγωγοί τα χολαγωγά
      γενική των χολαγωγών των χολαγωγών
    αιτιατική τους/τις χολαγωγούς τα χολαγωγά
     κλητική χολαγωγοί χολαγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χολαγωγός < χολ(ή) + -αγωγός

Επίθετο[επεξεργασία]

χολαγωγός, -ός, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]