χολεριάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χολεριάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
χολεριάζω
- (αμετάβατο) πάσχω από χολέρα[1]
- (μεταφορικά) θα αρρωστήσω από χολέρα επειδή π.χ. το σπίτι ή ο χώρος είναι πολύ βρώμικος, τα ρούχα επίσης, γενικά όταν επικρατούν ανθυγιεινές συνθήκες
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χολεριάζω | χολέριαζα | θα χολεριάζω | να χολεριάζω | χολεριάζοντας | |
β' ενικ. | χολεριάζεις | χολέριαζες | θα χολεριάζεις | να χολεριάζεις | χολέριαζε | |
γ' ενικ. | χολεριάζει | χολέριαζε | θα χολεριάζει | να χολεριάζει | ||
α' πληθ. | χολεριάζουμε | χολεριάζαμε | θα χολεριάζουμε | να χολεριάζουμε | ||
β' πληθ. | χολεριάζετε | χολεριάζατε | θα χολεριάζετε | να χολεριάζετε | χολεριάζετε | |
γ' πληθ. | χολεριάζουν(ε) | χολέριαζαν χολεριάζαν(ε) |
θα χολεριάζουν(ε) | να χολεριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χολέριασα | θα χολεριάσω | να χολεριάσω | χολεριάσει | ||
β' ενικ. | χολέριασες | θα χολεριάσεις | να χολεριάσεις | χολέριασε | ||
γ' ενικ. | χολέριασε | θα χολεριάσει | να χολεριάσει | |||
α' πληθ. | χολεριάσαμε | θα χολεριάσουμε | να χολεριάσουμε | |||
β' πληθ. | χολεριάσατε | θα χολεριάσετε | να χολεριάσετε | χολεριάστε | ||
γ' πληθ. | χολέριασαν χολεριάσαν(ε) |
θα χολεριάσουν(ε) | να χολεριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χολεριάσει | είχα χολεριάσει | θα έχω χολεριάσει | να έχω χολεριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χολεριάσει | είχες χολεριάσει | θα έχεις χολεριάσει | να έχεις χολεριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χολεριάσει | είχε χολεριάσει | θα έχει χολεριάσει | να έχει χολεριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χολεριάσει | είχαμε χολεριάσει | θα έχουμε χολεριάσει | να έχουμε χολεριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χολεριάσει | είχατε χολεριάσει | θα έχετε χολεριάσει | να έχετε χολεριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χολεριάσει | είχαν χολεριάσει | θα έχουν χολεριάσει | να έχουν χολεριάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χολεριάζω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ηλίας Ιω. Καμπανάς Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990