χολεριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χολεριάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

χολεριάζω

  1. (αμετάβατο) πάσχω από χολέρα[1]
  2. (μεταφορικά) θα αρρωστήσω από χολέρα επειδή π.χ. το σπίτι ή ο χώρος είναι πολύ βρώμικος, τα ρούχα επίσης, γενικά όταν επικρατούν ανθυγιεινές συνθήκες


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ηλίας Ιω. Καμπανάς Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990