χολοσκάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χολοσκάζω < χολή και σκάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

χολοσκάζω

  • έχω στενοχώρια για κάτι, πάνω να σκάσω
Αμ δε που θα χολοσκάσω για δαύτους

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]