χολώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χολώδης < χόλος ή χολή και εἶδος
Επίθετο[επεξεργασία]
χολώδης, ης, ες
- όμοιος με χολή, πικρός, πικρόχολος
- όμοιος με χολή ως προς το σκούρο πράσινο χρώμα
- οργισμένος, οργίλος