χορήγι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Χoρήγι, χορήγιον, χωρύγι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χορήγι τα χορήγια
      γενική του χορηγιού των χορηγιών
    αιτιατική το χορήγι τα χορήγια
     κλητική χορήγι χορήγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορήγι < παρετυμολογία προς τη λέξη χορηγώ. → δείτε τη λέξη χωρύγι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χορήγι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό, οικοδομική) παρωχημένη γραφή του χωρύγι: ο ασβέστης,[1][2][3]
    ※  Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά, λόγος τέταρτος, στον στίχο 120 greek-language.gr, στίχοι 119-122
    Κι από τη Λακοδαιμονιά, τη φουμισμένη ακόμα,
    πὄχει τους πύργους, τα καλά τειχιά με το χορήγι,
    κι από τις καστροφύλαχτες τέσσερις πολιτείες
    της Κόρθος, του Άργους, του Αναπλιού, της Μονεβάσιας, άντρες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 153.
  3. Νίκος Σαραντάκος, Λέξεις που χάνονται (Αθήνα: έκδ. του "Βήματος", 2013), σελ. 265 (α΄ έκδοση: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011).